θερισμοῦ

θερισμοῦ
θερισμός
mowing
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

  • πυραμητός — ὁ, Α 1. η εποχή τού θερισμού τού σίτου 2. ο θερισμός τού σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + ἀμητός/ ἄμητος «ο καιρός τού θερισμού» (< ἀμῶ «θερίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • Юдифь — (יהודית) «Юдифь» с головой …   Википедия

  • PRAEMETIUM — Festo, quod praelibatiois causâante praemetitur: in Glossis, Praemetivum, ἡ πρὸ θερισμοῦ Δημήτρας ςθυσία, sacrificium ante messem Cereri fieri solitum, ἱερὰ δράγματα Callimacho, ubi de praemetivis illis frugum, quae ab Hyperboreis Apollini Delio… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Θαργηλίων — Ο ενδέκατος μήνας (15 Μαΐου 15 Ιουνίου) του αρχαίου αττικού ημερολόγιου, η ονομασία του οποίου συνδυάζεται με την εποχή του θερισμού (θέρειν την γην). Κατά τη διάρκειά του τελούνταν οι γιορτές Θαργήλια, Βενδίδεια και Πλυντήρια. Οι μέρες που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άμητος — ἄμητος, ο (Α) [ἀμῶ] 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού, το θέρος …   Dictionary of Greek

  • αμητήριον — ἀμητήριον, το (Α) [ἀμῶ] εργαλείο θερισμού, δρεπάνι, κοσιά …   Dictionary of Greek

  • επικαλαμώμαι — ἐπικαλαμῶμαι, άομαι (Α) σταχυολογώ μετά τον θερισμό, συνάζω τά απομεινάρια τού θερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλαμώμαι (< καλάμη) «συλλέγω τα στάχια μετά τον θερισμό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”